ἀμύω
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
(cf. ἠμύω), sink down, fall, [φύλλα] ἀμύοντα χαμᾶζε Hes.Fr. 96.86. ἀμύωτος, ον, dub. sens. in GDI4979 (Gortyn).
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
caer πολλὰ δ' ἀπὸ γλωθρῶν δενδρέων ἀμύοντα χαμᾶζε χεύετο καλὰ πέτηλα Hes.Fr.204.124.
• Etimología: Cf. ἠμύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύω: ἠμύω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ἀμύω (Α)
γέρνω, πέφτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. Ο ίδιος τ. παραδίδεται και ως ἠμύω.
Frisk Etymological English
See also: ἠμύω
German (Pape)
= ἠμύω, Hes. bei EM. ἠμύω und in Cram. An. Ox. 1.85 ἀμύοντα χαμᾶζε.