ἀναπόβλητος

From LSJ
Revision as of 11:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόβλητος Medium diacritics: ἀναπόβλητος Low diacritics: αναπόβλητος Capitals: ΑΝΑΠΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anapóblētos Transliteration B: anapoblētos Transliteration C: anapovlitos Beta Code: a)napo/blhtos

English (LSJ)

ἀναπόβλητον, not capable of being lost, ἀγαθά S.E.P.3.238, cf. Cleanth.Stoic.1.129, Alex.Aphr.Quaest.121.16.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no puede perderse ἀγαθά S.E.P.3.238, ἀρετή Cleanth.Stoic.1.129, cf. Antisth.23, Alex.Aphr.Quaest.121.16.
2 adv. -ως inseparablemente Cyr.Al.Pulch.p.36.7.

German (Pape)

[Seite 203] unverwerflich, unverächtlich.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόβλητος: неутрачиваемый, неотчуждаемый (ἀγαθά Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόβλητος: -ον, ὁ μὴ ἀπόβλητος, ὃν δὲν πρέπει νὰ ἀπορρίψῃ ἢ ἀπολέσῃ τις, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 238.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόβλητος, -ον) ἀποβάλλω
νεοελλ.
αυτός που δεν αποβλήθηκε ή δεν μπορεί κανείς να τον αποβάλει
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί ή δεν αξίζει να απορριφθεί, να περιφρονηθεί.