γραμμοειδής
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
γραμμοειδές, slender as a line, φῶς Paul.Al.G.4. Adv. γραμμοειδῶς = in wavy lines, Arist.Mu.395a27.
Spanish (DGE)
-ές
1 semejante a una línea ἔκ τινων ἐπιφανειῶν ... νευροειδῶν καὶ γραμμοειδῶν Aristid.Quint.88.3 (cód.), κατὰ γραμμοειδές formando una especie de línea de notas musicales representadas en un pentagrama cabalístico, Afric.Cest.1.2.62
•fino como una línea φῶς Paul.Al.35.2.
2 adv. -ῶς en forma de líneas de la propagación de los relámpagos en zig zag τῶν δὲ κεραυνῶν ... ἑλικίαι οἱ γ. φερόμενοι Arist.Mu.395a28.
German (Pape)
[Seite 505] ές, linienartig, Arist. mund. 4.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμοειδής: -ές, ὁ ἐν εἴδη γραμμῆς ἢ γραμμῶν ὤν, Ἀριστείδ. Κοϊντ.― Ἐπίρρ. –δῶς Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 20.
Greek Monolingual
-ές (AM γραμμοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα γραμμής ή γραμμών, ο γραμμωτός, ο ραβδωτός.