κλυτότοξος
English (LSJ)
κλυτότοξον, famous for the bow, renowned archer, epithet of Apollo, Il.4.101, 15.55, Od.21.267, B.1.37.
German (Pape)
[Seite 1458] durch den Bogen berühmt, mit berühmtem Bogen, bogenberühmt, Apollo, Il. 4, 101 Od. 21, 267, ofter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l'arc renommé, célèbre par son habileté à tirer de l'arc.
Étymologie: κλυτός, τόξον.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτότοξος: славный своим луком (Ἀπόλλων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτότοξος: -ον, περίφημος διὰ τὸ τόξον αὐτοῦ, ἔνδοξος τοξότης, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἰλ. Δ. 101., Ο. 55, Ὀδ. Φ. 267, κτλ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κλυτότοξος, -ον (Α)
ονομαστός για το τόξο του, ένδοξος τοξότης («εὔχεο δ' Ἀπόλλωνι λυκηγενέι, κλυτοτόξω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -τοξος (< τόξον), πρβλ. αργυρότοξος, χρυσότοξος].
Greek Monotonic
κλῠτότοξος: -ον (τόξον), περίφημος για το τόξο, διακεκριμένος τοξευτής, σε Όμηρ.
Middle Liddell
κλῠτό-τοξος, ον τόξον
famous for the bow, renowned archer, Hom.