χρυσότοξος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
χρυσότοξον, with bow of gold, of Apollo, Pi.O.14.10, Isyll.48.
German (Pape)
[Seite 1382] mit goldenem Bogen, Apollo, Pind. Ol. 14, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l'arc d'or.
Étymologie: χρυσός, τόξον.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσότοξος: с золотым луком (Ἀπόλλων Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσότοξος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦν τόξον, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Ο. 14. 15.
English (Slater)
χρῡσότοξος with golden bow χρυσότοξον παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα (O. 14.10)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τον Απόλλωνα) αυτός που κρατάει χρυσό τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -τοξος (< τόξον), πρβλ. ἀργυρότοξος].
Greek Monotonic
χρῡσότοξος: -ον (τόξον), αυτός που φέρει χρυσό τόξο, σε Πίνδ.