περίτρομος

From LSJ
Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίτρομος Medium diacritics: περίτρομος Low diacritics: περίτρομος Capitals: ΠΕΡΙΤΡΟΜΟΣ
Transliteration A: perítromos Transliteration B: peritromos Transliteration C: peritromos Beta Code: peri/tromos

English (LSJ)

περίτρομον, trembling, terrified, Opp.H. 2.309. Adv. περιτρόμως, ἔχειν πρός τι Phalar.Ep.109.

German (Pape)

[Seite 597] ringsumher, sehr zitternd, sehr furchtsam, Opp. Hal. 2, 309; adv., περιτρόμως ἔχειν, Phalar. ep. 7.

Greek (Liddell-Scott)

περίτρομος: -ον, ὅλος τρέμων· περίφοβος, περιδεής, Ὀππ. Ἁλ. 2.309· ― Ἐπίρρ., περιτρόμως ἔχειν πρός τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 7.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίτρομος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρέμει ολόκληρος από φόβο, κατατρομαγμένος, περίφοβος, περιδεής.
επίρρ...
περιτρόμως ΜΑ
με πολύ φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τρόμος (πρβλ. έντρομος)].