περίτρομος
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
περίτρομον, trembling, terrified, Opp.H. 2.309. Adv. περιτρόμως, ἔχειν πρός τι Phalar.Ep.109.
German (Pape)
[Seite 597] ringsumher, sehr zitternd, sehr furchtsam, Opp. Hal. 2, 309; adv., περιτρόμως ἔχειν, Phalar. ep. 7.
Greek (Liddell-Scott)
περίτρομος: -ον, ὅλος τρέμων· περίφοβος, περιδεής, Ὀππ. Ἁλ. 2.309· ― Ἐπίρρ., περιτρόμως ἔχειν πρός τι Φαλάρ. Ἐπιστ. 7.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίτρομος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρέμει ολόκληρος από φόβο, κατατρομαγμένος, περίφοβος, περιδεής.
επίρρ...
περιτρόμως ΜΑ
με πολύ φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τρόμος (πρβλ. έντρομος)].