ἀνεπόπτευτος

From LSJ
Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπόπτευτος Medium diacritics: ἀνεπόπτευτος Low diacritics: ανεπόπτευτος Capitals: ΑΝΕΠΟΠΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anepópteutos Transliteration B: anepopteutos Transliteration C: anepopteftos Beta Code: a)nepo/pteutos

English (LSJ)

ἀνεπόπτευτον, uninitiated, not admitted among the ἐπόπται, Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha sido admitido a la ἐποπτεία (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.

German (Pape)

[Seite 225] der nicht ἐπόπτης geworden, nicht ganz in die Eleusinischen Geheimnisse eingeweiht worden, Hyperid. bei VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπόπτευτος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐπόπτης, ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 58, Η΄, 124.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπόπτευτος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος στον οποίο δεν ασκείται εποπτεία
αρχ.
αυτός ο οποίος δεν έγινε δεκτός ανάμεσα στους επόπτες, τους μύστες των Ελευσίνιων.