αἰξωνεύομαι
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Dep., to be slanderous, like the people of the Attic deme Aexone, Harp. s.v. Αἰξωνή.
Spanish (DGE)
ser como los del demo ático de Exona e.d. ser un blasfemo, malhablado Harp.s.u. Αἰξωνή, ἐκ δήμων δὲ βλασφημία τὸ αἰξωνεύεσθαι τὸ κακολογεῖν Suet.Blasph.255, cf. Sch.Pl.Lach.197c, Lex.A. α 2.
Greek (Liddell-Scott)
αἰξωνεύομαι: ἀποθ. βλασφημῶ, κακολογῶ, «αἰξωνεύεσθαι, ὡς ἀπὸ δήμου τινὸς ἡ κατηγορία τοῦ Αἰξωνέως,... βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς κατηγοροῦνται», Α.Β. 354. Μένανδρ. ἐν «Κανηφόρῳ», 5.