ἠρεμί
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
[ῑ], Adv. for ἠρέμα, Ar.Ra. 315, v.l. in Aristaenet.1.22 (ἠρεμ-μεί Theognost.Can.165).
German (Pape)
[Seite 1175] = ἠρέμα, Ar. Ran. 315, nach dem cod. Rav. v.l. ἠρεμεί.
Greek Monolingual
ἠρεμί και ἠρεμεί (Α)
επίρρ. βλ. ήρεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηρέμα].
Greek Monotonic
ἠρεμί: [ῑ], επίρρ., αντί ἠρέμα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἠρεμί: adv. Arph. = ἠρέμα.
Middle Liddell
= ἠρέμα, Ar.