ἐνερεύγομαι

From LSJ
Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνερεύγομαι Medium diacritics: ἐνερεύγομαι Low diacritics: ενερεύγομαι Capitals: ΕΝΕΡΕΥΓΟΜΑΙ
Transliteration A: enereúgomai Transliteration B: enereugomai Transliteration C: enereygomai Beta Code: e)nereu/gomai

English (LSJ)

belch on, γυίοις ἰόν Nic.Th.185: also aor.2 Act., ἔμοιγε.. τυροῦ κάκιστον.. ἐνήρῠγεν Ar.V.913.

French (Bailly abrégé)

roter sur;
Moy. ἐνερεύγομαι = vomir sur.
Étymologie: ἐν, ἐρεύγομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνερεύγομαι: ἀποθ., ἐρεύγομαι ἐπάνω εἴς τινα, γυίοις ἐνερεύγεται ἰὸν Νικ. Θηρ. 185: ― ὡσαύτως κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. β΄, ἔμοιγέ τοι τυροῦ κάκιστον ἀρτίως ἐνήρῠγεν Ἀριστοφ. Σφ. 913.

Greek Monolingual

ἐνερεύγομαι (Α) ερεύγομαι
1. ρεύομαι
2. κάνω εμετό, ξερνώ.

Greek Monotonic

ἐνερεύγομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ -ήρῠγον, ρεύομαι μέσα, με δοτ., σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Dep. with aor2 act. -ήρῠγον
to belch on one, c. dat., Ar.