σκλήρωμα
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
-ατος, τό, induration, Hp. Epid.4.38, Poll.4.198 (v.l. σκίρωμα), Orib.45.7.1.
German (Pape)
[Seite 901] τό, verhärteter Körper, Theil, Verhärtung, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σκλήρωμα: τό, ἐσκληρωμένον μέρος, σκίρρωμα, Ἱππ. 1135G, Ὀρειβάσ. 39 Mai.
Greek Monolingual
το, ΝΑ, και σκλῆμα Α σκληρῶ
αποσκληρωμένο μέρος ή σκληρό όγκωμα.