χυμίζω
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
make savoury, season: metaph., χ. ἁρμονίαν soften rough music, Ar.Th.162.
German (Pape)
[Seite 1384] schmackhaft machen, würzen, ἁρμονίαν Ar. Th. 162, Hesych. erkl. ἀρτύειν, Suid. ἔγχυμον ποιεῖν.
Russian (Dvoretsky)
χῡμίζω: делать сочным, приятным (ἁρμονίαν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
χῡμίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ, ποιῶ τι εὔχημον, παρέχω καλὴν γεῦσιν εἴς τι, ἀρτύω· μεταφορ., χ. ἁρμονίαν, τραχεῖαν μουσικὴν καθιστῶ εὔηχον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 162.
Greek Monolingual
(I)
Α χυμός
μτφ. καθιστώ εύχυμο, κάνω πιο νόστιμο, πιο ευχάριστο κάτι («ἁρμονίαν ἐχύμισαν», Αριστοφ.).
(II)
και χοιμίζω και χιμίζω και χουμίζω Ν
βλ. χυμώ.