χυμίζω

From LSJ
Revision as of 11:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῡμίζω Medium diacritics: χυμίζω Low diacritics: χυμίζω Capitals: ΧΥΜΙΖΩ
Transliteration A: chymízō Transliteration B: chymizō Transliteration C: chymizo Beta Code: xumi/zw

English (LSJ)

make savoury, season: metaph., χ. ἁρμονίαν soften rough music, Ar.Th.162.

German (Pape)

[Seite 1384] schmackhaft machen, würzen, ἁρμονίαν Ar. Th. 162, Hesych. erkl. ἀρτύειν, Suid. ἔγχυμον ποιεῖν.

Russian (Dvoretsky)

χῡμίζω: делать сочным, приятным (ἁρμονίαν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

χῡμίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ, ποιῶ τι εὔχημον, παρέχω καλὴν γεῦσιν εἴς τι, ἀρτύω· μεταφορ., χ. ἁρμονίαν, τραχεῖαν μουσικὴν καθιστῶ εὔηχον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 162.

Greek Monolingual

(I)
Α χυμός
μτφ. καθιστώ εύχυμο, κάνω πιο νόστιμο, πιο ευχάριστο κάτι («ἁρμονίαν ἐχύμισαν», Αριστοφ.).
(II)
και χοιμίζω και χιμίζω και χουμίζω Ν
βλ. χυμώ.