ἐποπτήρ

From LSJ
Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποπτήρ Medium diacritics: ἐποπτήρ Low diacritics: εποπτήρ Capitals: ΕΠΟΠΤΗΡ
Transliteration A: epoptḗr Transliteration B: epoptēr Transliteration C: epoptir Beta Code: e)popth/r

English (LSJ)

ἐποπτῆρος, ὁ, = ἐπόπτης, of tutelary gods, λιτῶν A.Th.640; also ἐ. φρυκτωριῶν Arist.Mu.398a31.

German (Pape)

[Seite 1008] ῆρος, ὁ, = Folgdm, der auf Etwas hinsieht, es berücksichtigt, λιτῶν Aesch. Spt. 622; φρυκτωριῶν, Arist. mund. 5.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui veille à ou sur, gén..
Étymologie: ἐπόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐποπτήρ: ῆρος ὁ (на что-л.) взирающий: ἐ. λιτῶν Aesch. внемлющий молитвам; φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες Arst. дозорные, караульные.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποπτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., ἐπὶ προστατῶν θεῶν, λιτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 640: ― ὡσαύτως, ἐπ. φρυκτωριῶν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 11.

Greek Monolingual

ἐποπτήρ, ὁ (Α)
αυτός που εποπτεύει, που επιβλέπει (α. «θεούς... ἐποπτῆρας λιτῶν», Αισχύλ.
β. «φρυκτωριῶν ἐποπτῆρες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτήρ «επιβλέπων» (< όπωπα «βλέπω»)].

Greek Monotonic

ἐποπτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., λέγεται για πολιούχους θεούς, λιτῶν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐποπτήρ, ῆρος, = ἐπόπτης
of tutelary gods, λιτῶν Aesch.