ταυροκάρηνος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, bull-headed, Nonn. D. 26.317, PMag.Par.1.2808.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν ταύρου, Νόνν. Δ. 26. 317, περὶ ἐλέφαντος.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για ελέφαντα) αυτός που έχει κεφάλι ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. χρυσοκάρηνος].
Léxico de magia
-ον que tiene cabeza de toro de Hécate-Selene ἐπάκουσον ἐμῶν ἱερῶν ἐπαοιδῶν, ... νυκτιβόη, ταυρῶπι, φιλήρεμε, ταυροκάρηνε escucha mis sagrados cánticos, tú que gritas en la noche, de rostro de toro, amante de la soledad, que tienes cabeza de toro P IV 2808