ἰσορροπέω
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
to be equally balanced, in equipoise, Pl.Ti.52e,Lg.733c, 794e; τινι with.., Plb.1.11.1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être en équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσορροπέω: εἶμαι ἰσόρροπος, εἶμαι ἐν ἰσορροπίᾳ, Πλάτ. Τίμ. 52Ε, Νόμ. 733D, 794Ε· τινι Πολύβ. 1. 11. 1.
Russian (Dvoretsky)
ἰσορροπέω: находиться в равновесии Plat.: ἰ. τινι Arst., Polyb. находиться в равновесии с чем-л.; ἕρμα ἐν μέσῳ θεμένη καὶ ἰσορροπήσασα Plut. балласт, помещенный в середине для равновесия.
German (Pape)
gleichwiegen, sich das Gleichgewicht halten; absolut, Plat. Tim. 25c, Legg. VII.794e; ἵνα ἰσορροποῦν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ τὸ πολίτευμα Pol. 6.10.7, vgl. 1.11.1.