ῥεμβοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ῥεμβοειδές, f.l. in Hp.Art.45 and Erot.ad loc. (Fr.41) for ῥαιβοειδής.
German (Pape)
[Seite 837] ές, wie herumschweifend, nach Art eines Herumtreibers; – dah. übtr., nachlässig, vernachlässigt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεμβοειδής: -ές, πλημμελὴς γραφὴ παρ’ Ἐρωτιαν. ἀντὶ ῥαιβοειδής.
Greek Monolingual
-ές, Α
ο αποχαυνωμένος, αυτός που μοιάζει μ' εκείνους που τριγυρνάνε άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεμβός «αυτός που τριγυρίζει εδώ και εκεί» + -ειδής].