μητρομήτωρ

From LSJ
Revision as of 11:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρομήτωρ Medium diacritics: μητρομήτωρ Low diacritics: μητρομήτωρ Capitals: ΜΗΤΡΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: mētromḗtōr Transliteration B: mētromētōr Transliteration C: mitromitor Beta Code: mhtromh/twr

English (LSJ)

Dor. ματρομάτωρ, ορος, ἡ, mother's mother, grandmother, Pi.O.6.84, Ael.NA11.16.

German (Pape)

[Seite 180] ορος, ἡ, Mutter der Mutter, Großmutter mütterlicher Seits; Ael. N. A. 11, 16; Pind. Ol. 6, 84, in dor. Form ματρομάτωρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
grand-mère maternelle.
Étymologie: μήτηρ, redoublé.

Russian (Dvoretsky)

μητρομήτωρ: дор. μᾱτρομάτωρ, ορος ὁ бабка с материнской стороны Pind.

Greek (Liddell-Scott)

μητρομήτωρ: Δωρ. ματρομάτωρ, ορος, ἡ μήτηρ τὴς μητρός, μάμμη, προμήτωρ, Πινδ. Ο. 6. 143· παρ’ Ὁμ. μητρὸς μήτηρ Ὀδ. Τ. 416.

Greek Monolingual

μητρομήτωρ, δωρ. τ. ματρομάτωρ, ἡ (Α)
η μητέρα της μητέρας, η γιαγιά από την πλευρά της μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. πατρομήτωρ.

Greek Monotonic

μητρομήτωρ: Δωρ. ματρομάτωρ, -ορος, ἡ, η μητέρα της μητέρας κάποιου, η από μητέρα γιαγιά του, σε Πίνδ.