σκαφιόκουρος
From LSJ
English (LSJ)
σκαφιόκουρον, one with his hair cut in the fashion σκάφιον (A) II.1, Com.Adesp.34 D.
German (Pape)
[Seite 890] der sich ein σκάφιον scheeren läßt, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σκαφιόκουρος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κόμην του κεκαρμένην κατὰ τὸν τρόπον τὸν καλούμενον σκάφιον (ΙΙ), Φώτ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τα μαλλιά του κομμένα στο σχήμα που ονομάζεται σκάφιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος τών μαλλιών» + -κουρος (< κουρά), πρβλ. νεόκουρος].