ὑπερστένω
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
Full diacritics: ὑπερστένω | Medium diacritics: ὑπερστένω | Low diacritics: υπερστένω | Capitals: ΥΠΕΡΣΤΕΝΩ |
Transliteration A: hypersténō | Transliteration B: hyperstenō | Transliteration C: ypersteno | Beta Code: u(perste/nw |
groan for, σῶν ὑ. πόνων A.Pr.66 (nisi leg. ὕπερ στένω).
[Seite 1201] darüber seufzen, stöhnen, τινός (?). Bei Aesch. Prom. 66 ist jetzt σῶν ὕπερ στένω geschrieben.
Α
πιθ. στενάζω για κάτι ή για χάρη άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + στένω «στενάζω, βογγώ»].