ξενοσσόος
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
English (LSJ)
Ion. ξεινοσσόος, ον, saving strangers, Nonn. D. 3.178.
German (Pape)
[Seite 278] ep. ξεινοσσόος, Fremde rettend, schützend, Nonn. D. 3, 176.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοσσόος: Ἰωνικ. ξειν-, ον, ὁ σῴζων ξένους, Νόνν. Δ. 3. 178.
Greek Monolingual
ξενοσσόος, ιων. τ. ξεινοσσόος, -ον (Α)
αυτός που σώζει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -σσόος (< σῶος / σόος «ασφαλής, σωσμένος»), πρβλ. τεκνοσσόος].