πριστικός

From LSJ
Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πριστικός Medium diacritics: πριστικός Low diacritics: πριστικός Capitals: ΠΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pristikós Transliteration B: pristikos Transliteration C: pristikos Beta Code: pristiko/s

English (LSJ)

πριστική, πριστικόν, of or for sawing, ξύλον Hero *Geom.4.10; τέχνη Eustr.in EN296.8.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ- βλ. πρίω) + κατάλ. -τικός (πρβλ. καυστικός)].