Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Full diacritics: πριστικός | Medium diacritics: πριστικός | Low diacritics: πριστικός | Capitals: ΠΡΙΣΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: pristikós | Transliteration B: pristikos | Transliteration C: pristikos | Beta Code: pristiko/s |
πριστική, πριστικόν, of or for sawing, ξύλον Hero *Geom.4.10; τέχνη Eustr.in EN296.8.
-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ- βλ. πρίω) + κατάλ. -τικός (πρβλ. καυστικός)].