συκαστής

From LSJ
Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκαστής Medium diacritics: συκαστής Low diacritics: συκαστής Capitals: ΣΥΚΑΣΤΗΣ
Transliteration A: sykastḗs Transliteration B: sykastēs Transliteration C: sykastis Beta Code: sukasth/s

English (LSJ)

συκαστοῦ, ὁ, = συκοφάντης, EM733.55: fem. συκάστρια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 973] ὁ, der Feigenpflücker. – Auch = συκοφάντης, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκαστής: -οῦ, ὁ, = συκοφάντης, Ἐτυμ. Μέγ.· ― θηλ. συκάστρια, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ό, θηλ. συκάστρια, Α συκάζω
(κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο συκοφάντης, δηλαδή αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων.