ὑποσχεσίη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, Ep. for ὑπόσχεσις, pl. in Il.13.369, A.R.2.948, Id.Fr.12.14: sg. in Call.Epigr.58.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
épq. c. ὑπόσχεσις.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσχεσίη: ἡ эп. = ὑπόσχεσις 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσχεσίη: ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ ὑπόσχεσις, Ἰλ. Ν. 369, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 948, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 61, 2, κλπ.
English (Autenrieth)
= ὑπόσχεσις, pl., Il. 13.369†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(επικ. τ.) ὑπόσχεσις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. της λ. ὑπόσχεσις, με κατάλ. -ίη, επικ. τ. της κατάλ. -ία (πρβλ. ἔκκλησις: ἐκκλησία)].
Greek Monotonic
ὑποσχεσίη: ἡ, Επικ. αντί ὑπόσχεσις, σε Ομήρ. Ιλ.