ἀτηρία
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
[ᾱ], ἡ, mischief, evil, Pl.Com.182, X.Mem.3.5.17 (v.l. ἀπειρία).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
daño, perjuicio, ἀτηρία καὶ κακία τῇ πόλει ἐμφύεται X.Mem.3.5.17, cf. Pl.Com.198, Phot.α 3089.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτηρία: ἡ, βλάβη, κακόν, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 8, διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀπομ. 3. 5, 17.