φοξίχειλος

From LSJ
Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοξίχειλος Medium diacritics: φοξίχειλος Low diacritics: φοξίχειλος Capitals: ΦΟΞΙΧΕΙΛΟΣ
Transliteration A: phoxícheilos Transliteration B: phoxicheilos Transliteration C: foksicheilos Beta Code: foci/xeilos

English (LSJ)

[ῐ], ον, narrowing towards the lip, narrower at the brim than below, κύλιξ Semon.27.

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ, mit spitzen Lippen, zugespitztem Rande, κύλιξ, Simonids. bei Schol. Il. 2, 219 u. Ath. XI, 480 c, wo es ἡ εἰς ὀξὺ ἀνηγμένη erkl. ist.

Greek (Liddell-Scott)

φοξίχειλος: [ῐ], ὁ, στενούμενος πρὸς τὰ χείλη, στενώτερος κατὰ τὰ χείλη ἢ κατωτέρω, κύλιξ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 25· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 666.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» + χεῖλος. Η μορφή του τ. φοξίχειλος είναι δυσερμήνευτη και πιθ. η ορθή ανάγνωση του τ. είναι φοξὴ χεῖλος.