σεληνοτρόπιον
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
English (LSJ)
τό, name of a mystic plant, formed after ἡλιοτρόπιον, Procl.Sacr.p.148 B.
German (Pape)
[Seite 870] τό, Mondwende, eine mystische Pflanze, Proclus, nach ἡλιοτρόπιον gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνοτρόπιον: τό, ὄνομα μυστηριώδους τινὸς φυτοῦ σχηματισθὲν κατὰ τὸ ἡλιοτρόπιον, Πρόκλ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + τρόπος + επίθημα -ιον κατά το ηλιο-τρόπιον].