μελαμπεταλοχίτων
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, with a garment embroidered with black leaves, γόνατα Tim.Pers.134.
Greek Monolingual
μελαμπεταλοχίτων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα στολισμένο με μαύρα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέταλο + χιτών.