ἐναροκτάντας
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
Dor. for ἐναροκτάντης, ου, ὁ, spoiler and slayer, of death, A. Fr.151 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἐνᾰροκτάντας) -ου, ὁ que mata y se lleva los despojos A.Fr.151.
German (Pape)
[Seite 830] ὁ, der Getödteten beraubend, tödtend, Aesch. frg. 144.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰροκτάντας: Δωρ. ἀντὶ ἐναροκτάντης, ἀνδροφόνος, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 152, πρβλ. Ἑρμάννου Πονημάτ. (Opusc.) 5. 149, κἑξ.
Greek Monolingual
ἐναροκτάντας, ο (δωρ. τ. αντί ἐναροκτάντης) (Α) έναρα + κτείνω
1. αυτός που σκοτώνει και σκυλεύει
2. ο ανδροφόνος, ο φονεύων άνδρες.