ὁμοφεγγής
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ὁμοφεγγές, shining together, αἴγλη Nonn. D. 5.113.
German (Pape)
[Seite 341] ές, zusammenleuchtend, Nonn. D. 5, 113.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοφεγγής: -ές, ὁ φέγγων ὁμοῦ, Νόνν. Δ. 5. 113.
Greek Monolingual
ὁμοφεγγής, -ές (Α)
αυτός που φέγγει μαζί, συγχρόνως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ιδιοφεγγής].