πλινθιακός

From LSJ
Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθιακός Medium diacritics: πλινθιακός Low diacritics: πλινθιακός Capitals: ΠΛΙΝΘΙΑΚΟΣ
Transliteration A: plinthiakós Transliteration B: plinthiakos Transliteration C: plinthiakos Beta Code: plinqiako/s

English (LSJ)

πλινθιακή, πλινθιακόν, of or for bricks: ὁ πλινθιακός = πλινθευτής, D.L.4.36.

German (Pape)

[Seite 636] zum Ziegel gehörig; ὁ πλ., = πλινθευτής, Diog. L. 4, 36.

Russian (Dvoretsky)

πλινθιακός:кирпичный мастер, кирпичник Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθιακός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πλίνθους, ὁ πλ. = πλινθευτής, Διογ. Λ. 4. 36.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους
2. το αρσ. ως ουσ.πλινθιακός
πλινθευτής, πλινθουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. του πλίνθος (πρβλ. θηρ-ιακός: θηρ-ίον)].