πλανῆτις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of πλανήτης, Lyc.998, Phld.Acad.Ind.p.77 M., Poll.5.63, Ant.Lib.24.1.
German (Pape)
[Seite 624] ἡ, fem. von πλανήτης, Lycophr. 998.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνῆτις: -ιδος, θηλ. τοῦ πλανήτης, Λυκόφρ. 998, Πολυδ. Εϳ, 63. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532.
Greek Monolingual
-ήτιδος, ἡ, ΜΑ
θηλ. του πλανήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανήτης + κατάλ. θηλ. -ις, -ιδος].