ἀργέντινος
From LSJ
English (LSJ)
silvery, δελματικομαφόρτης POxy.1273.12 (iii A.D.):—also ἀργέντιος, ib.1310.
Spanish (DGE)
-ον
plateado, de color de plata, δελματικομαφόρτης ἀ. ἔνσημος POxy.1273.12 (III d.C.), cf. Stud.Pal.20.46.32 (II/III d.C.).