λαφυραγωγία
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ἡ, carrying off booty, Heph.Astr.3.7, Sch.E.Or. 1434, Procl.in Alc.p.214 C.
German (Pape)
[Seite 19] ἡ, das Beutewegführen, Beutemachen, Schol. Eur. Or. 1434 u. a. Sp., von Thom. Mag. verworfen.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰφῡρᾰγωγία: ἡ, τὸ λαφυραγωγεῖν, Σχολ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1434.
Greek Monolingual
η (AM λαφυραγωγία) λαρυραγωγώ
αρπαγή λαφύρων, λαφυραγώγηση
αρχ.
λάφυρο, λεία.