ταυραφέτης
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ταυραφέτου, ὁ, the one who releases the bull at a bull-fight, LW499 (Caryanda).
Greek Monolingual
ὁ, Α·1.ο προμηθευτής ταύρων για τους αγώνες τών ταυροκαθαψίων
2. αυτός που εξαπέλυε τους ταύρους οι οποίοι επρόκειτο να αγωνιστούν και μοίραζε στους παρισταμένους τις σάρκες ταύρου που είχε θανατωθεί στους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ἀφέτης (< ἀφίημι), πρβλ. γαστραφέτης].