ὠμοχάραξ
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
[ᾰ], ᾰκος, ὁ or ἡ, a prop for the forks of vines (v. ὦμος ΙΙ), Gp.5.22.4.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοχάραξ: [ᾰ], ᾰκος, ὁ ἢ ἡ, χάραξ δικρανοειδὴς πρὸς ὑποστήριξιν ἀμπέλου, (ἴδε ὦμος ΙΙ), Γεωπον. 5. 22, 4.
Greek Monolingual
ὁ ή ἡ, Μ
είδος πασσάλου κατάλληλου για την υποστήριξη τών κλημάτων αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος «το κάτω από την κορυφή τμήμα» + χάραξ.