ἀποκύησις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, bringing forth, birth, Plu.2.907c, Dsc.2.120, Ph.2.396, Sor. 1.46, etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
parto Plu.2.907c, cf. Sor.32.19, Gal.9.844, 910, Ptol.Tetr.3.2.1, Paul.Al.50.21, 76.4.
German (Pape)
[Seite 309] ἡ, das Gebären, Plut. Plac. philos. 5, 15 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
enfantement.
Étymologie: ἀποκυέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκύησις: εως ἡ рождение, роды Plut., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκύησις: -εως, ἡ, γέννησις, γέννα, Πλούτ. 2. 907D, κτλ.
Greek Monolingual
Mantoulidis Etymological
(=γέννηση). Ἀπό τό ἀποκυῶ (ἀπό + κυῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κυέω -ῶ.