μελίχρυσος
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
μελίχρυσον, gold-honey-coloured, ἔθειραι Opp.C.1.315; λίθοι Plin.HN37.128.
German (Pape)
[Seite 125] honiggoldgelb, Opp. Cyn. 1, 314, ἔθειραι, l. d.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίχρυσος, -ον)
αυτός που έχει το χρώμα του μελιού και του χρυσού, ο χρυσοκίτρινος (α. «μελίχρυσοι λίθοι», Πλίν.
β. «το δειλινό το μελίχρυσο χύνονταν γύρω», Παλαμ.).