ἁλικρήπις
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ, at the sea's edge, Nonn. D. 1.289.
Spanish (DGE)
(ἁλικρήπῑς) -ῑδος
adj. bordeado por el mar ἄρουρα Nonn.D.1.289, γαῖα Nonn.Par.Eu.Io.7.1.
German (Pape)
[Seite 96] γαῖα u. ἄρουρα, am Saume des Meeres gelegen, Nonn., z. B. D. 1, 289 [ι].
Greek (Liddell-Scott)
ἁλικρήπῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ παρὰ τὴν ἄκραν τῆς θαλάσσης, Νόνν. Δ. 1. 289.
Greek Monolingual
ἁλικρήπις (-ιδος), ο, η (Α)
αυτός που έχει τα θεμέλιά του στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + κρηπὶς «θεμέλιο»].