κοινόλεκτος
English (LSJ)
κοινόλεκτον, in the language of common life: Adv. κοινολέκτως Sch.Theoc.6.18.
German (Pape)
[Seite 1468] in der Sprache des gemeinen Lebens, Schol. Aesch. Spt. 885. – Adv., Schol. Theocr. 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόλεκτος: -ον, κατὰ τὴν γλῶσσαν τοῦ κοινοῦ βίου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. τοῦ Αἰσχύλ. Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 6. 18.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κοινόλεκτος, -ον)
(για λέξεις, φράσεις ή γραμματικούς τύπους) αυτός που λέγεται κατά την κοινή γλώσσα, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικός.
επίρρ...
κοινολέκτως (Α)
στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. διάλεκτος, καινόλεκτος].