κοινόλεκτος

Revision as of 11:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κοινόλεκτον, in the language of common life: Adv. κοινολέκτως Sch.Theoc.6.18.

German (Pape)

[Seite 1468] in der Sprache des gemeinen Lebens, Schol. Aesch. Spt. 885. – Adv., Schol. Theocr. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

κοινόλεκτος: -ον, κατὰ τὴν γλῶσσαν τοῦ κοινοῦ βίου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σχολ. τοῦ Αἰσχύλ. Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 6. 18.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κοινόλεκτος, -ον)
(για λέξεις, φράσεις ή γραμματικούς τύπους) αυτός που λέγεται κατά την κοινή γλώσσα, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικός.
επίρρ...
κοινολέκτως (Α)
στην καθομιλουμένη, κοινολεκτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. διάλεκτος, καινόλεκτος].