ἐκπυράκτωσις
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
-εως, ἡ, burning, Tz.H.11.596 (pl.), Suid. s.v. φλογμός.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
encendimiento, ignición πρὸς ἐκπυρακτώσεις δὲ τὰς ἀπὸ τῶν κατόπτρων Tz.H.11.589, τῶν νεφῶν Tz.Ex.142.19, 21L., cf. Sud.s.u. φλογμός, An.Bachm.1.407.7.
Greek Monolingual
ἐκπυράκτωσις, η (AM)
πλήρης πυράκτωση.