ἑλικάμπυξ
From LSJ
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
English (LSJ)
ῠκος, ὁ, ἡ, wreathed with a circlet, Σεμέλα Pi.Fr.75.20; θεά Id.Pae.3.15.
Spanish (DGE)
(ἑλῐκάμπυξ) -ῠκος
ceñido de diadema Σεμέλα Pi.Fr.75.19, θεά Pi.Fr.52c.15.
German (Pape)
[Seite 797] ἡ, mit umgeschlungenem Stirnbande, Semele, Pind. frg. 45.
Russian (Dvoretsky)
ἑλικάμπυξ: ῠκος adj. с повязкой на голове (Σεμέλα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλῐκάμπυξ: -υκος, ὁ, ἡ, ἐστεμμένος μετὰ στεφανοειδοῦς ἢ κυκλοτεροῦς ταινίας, Ἀποσπ. 18.
English (Slater)
ἑλῐκάμπυξ with curving headband ]θεᾶς θ' ἑλικάμπυκ[ος (Pae. 3.15) οἰχνεῖ τε Σεμέλαν ἑλικάμπυκα χοροί fr. 75. 19.
Greek Monolingual
ἐλικάμπυξ, ο (Α)
στεφανωμένος με άμπυκα (ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών).