συνεκδρομικῶς
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
Adv. approximately, λέγειν Sch.Iamb. in Nic.p.131 P., Sch. Th. 1.10.
German (Pape)
[Seite 1012] εἰπεῖν, im Allgemeinen sprechen, Schol. Thuc.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. κατ' αναλογία
2. κατά προσέγγιση
3. συνεκδοχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκδρομή «αναλογία» + επιρρμ. κατάλ. -ικῶς μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. συνεκδρομικός].