ὀρειχάλκινος
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
η, ον, of orichalc, στήλη Pl.Criti.119c, cf. IG22.1533.24 (iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 372] aus dem folgenden Metalle gemacht; στήλη, Plat. Critia. 119 c; Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὀρειχάλκῐνος: из желтой меди, медный (στήλη Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειχάλκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ὀρειχάλκου, στήλη Πλάτ. Κριτί. 119C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀρειχάλκινος, -ίνη, -ον) ορείχαλκος
κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν
2. φρ. «ορειχάλκινη εποχή» — η δεύτερη προϊστορική περίοδος της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου.