στρατευτικός

From LSJ
Revision as of 11:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρατευτικός Medium diacritics: στρατευτικός Low diacritics: στρατευτικός Capitals: ΣΤΡΑΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: strateutikós Transliteration B: strateutikos Transliteration C: strateftikos Beta Code: strateutiko/s

English (LSJ)

στρατευτική, στρατευτικόν, inclined to war, warlike, Alex.234 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 951] = στρατευματικός, im superlat. Chaeremon bei Ath. XIII, 562 f.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν εἰς τὸν πόλεμον, φιλοπόλεμος, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· στρατευτικώτατος Ἄλεξ. ἐν «Τραυμ.» 2.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στρατεύω (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατεία, στην εκστρατεία
2. αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτός
3. φιλοπόλεμος.