καταγγίζω
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
put into a vessel, bottle, Dsc.5.6,7, POxy.2153.6 (iii A.D., Pass.):
German (Pape)
[Seite 1341] in ein Gefäß thun, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταγγίζω: τίθημι εἰς ἀγγεῖον, Διοσκ. 5. 22 καὶ 31, Ἐπιφάν. Ι. 369C, Παλλαδ. Λαυσ. 1012C, κλ.
Greek Monolingual
καταγγίζω (AM)
μσν.
παραγεμίζω
αρχ.
χύνω μέσα στο αγγείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. εξαγγίζω, μεταγγίζω].