λυκόχροος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
λυκόχροον, contr. λυκόχρους, λυκόχρουν, wolf-coloured, βαφή Eust.689.20.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ λύκου, βαφὴ Εὐστ. 689. 20.
German (Pape)
zusammengezogen λυκόχρους, wolfsfarbig, Eust. 689.20.