χαμαιπεύκη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, fishbone thistle, Chamaepeuce mutica, Dsc.4.126, Plin.HN24.136.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιπεύκη: ἡ, χαμηλὴ πεύκη, Staehelina Chamepeuce (Sprengel), Διοσκ. 4. 125, Πλίν. 24. 86· συγχέεται μετὰ τοῦ χαμαιλεύκη ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Διοσκ. 4. 127.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. παλαιότερη ονομασία γένους ποωδών και θαμνωδών φυτών
αρχ.
χαμηλό πεύκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + πεύκη.
German (Pape)
ἡ, = χαμαιλεύκη, zweifelhaft.