ψυχάζω
From LSJ
English (LSJ)
refresh oneself in the shade, Alciphr.3.12, Ael.NA5.21, Procop.Gaz.p.175B.
German (Pape)
[Seite 1403] sich abkühlen, sich im Schatten erquicken, Suid.; Alciphr. 3, 12; vgl. B. A. 317 u. Phot.
French (Bailly abrégé)
se rafraîchir.
Étymologie: ψυχάω.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχάζω: μέλλ. -άσω, ἐξέρχομαι εἰς τὸν δροσερὸν ἀέρα καὶ λαμβάνω ἀναψυχήν, δροσίζομαι, Ἀλκίφρων 3. 12, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 21 - «ψυχάζουσιν: πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ψῦχος διατρίβουσιν ἵνα ἀναψυχήν τινα λάβωσι» Α. Β. 317, 19, Ἐτυμ. Μέγ. σ. 819, 27.