ἀκαταμέτρητος

From LSJ
Revision as of 11:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταμέτρητος Medium diacritics: ἀκαταμέτρητος Low diacritics: ακαταμέτρητος Capitals: ΑΚΑΤΑΜΕΤΡΗΤΟΣ
Transliteration A: akatamétrētos Transliteration B: akatametrētos Transliteration C: akatametritos Beta Code: a)katame/trhtos

English (LSJ)

ἀκαταμέτρητον, unmeasured, Eratosth. ap. Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.

Spanish (DGE)

-ον
no medido Eratosth. en Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταμέτρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταμετρήσῃ ἢ ὁ μὴ καταμετρηθείς, Στράβ. 77, Νικόμ. Γερασ. 1. 77.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταμέτρητος, -ον) καταμετρῶ
όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί
«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος».

German (Pape)

unermeßlich, Strabo.