ἀναχωρητικός

From LSJ
Revision as of 11:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχωρητικός Medium diacritics: ἀναχωρητικός Low diacritics: αναχωρητικός Capitals: ΑΝΑΧΩΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anachōrētikós Transliteration B: anachōrētikos Transliteration C: anachoritikos Beta Code: a)naxwrhtiko/s

English (LSJ)

ἀναχωρητική, ἀναχωρητικόν, disposed to retire; τὸ ἀ. Arr.Epict.2.1.10.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1eremítico, Apoph.Patr.M.65.152A
ref. a una tórtola habituado a vivir apartado, solitario ὁ Φυσιολόγος ἔλεξε περὶ τῆς τρυγόνος ὅτι αὕτη μονόγαμός ἐστι καὶ ἀναχωρητικὴ πάνυ Phys.A 93.1.
2 subst. τὸ ἀ. acción de retraerse o echarse atrás Arr.Epict.2.1.10.
II adv. -ῶς a modo de anacoreta Gr.Naz.M.37.172C.

German (Pape)

[Seite 215] zum Zurückweichen geneigt, Arr.; einsiedlerisch, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχωρητικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀποχωρήσῃ, τὸ ἀναχωρητικὸν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 1, 10.

Greek Monolingual

-ή, -όν (AM ἀναχωρητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αγαπάει την απομάκρυνση από την ομαδική ζωή
2. αυτός που ρέπει στην ασκητική ζωή
3. αυτός που αρμόζει στην ασκητική ζωή.